ὄρρον

ὄρρον
ὄρρος
boundary
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορσόλοπος — ὀρσόλοπος, ον (Α) (ως προσωνυμία τού Αρεως) αυτός που ορμά στη μάχη, ορμητικός, πολεμικός, θυελλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος* ( ρσ ) «οπίσθια, γλουτοί» + λέπω «γδέρνω» με τη σημ. ότι ὀρσόλοπος είναι «αυτός που λέπει τον ὄρρον τού πολεμίου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”